δαγκασιά
Смотреть что такое "δαγκασιά" в других словарях:
δαγκασιά — η βλ. δαγκωματιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαγκασιά — η βλ. δαγκωματιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)